- προφορικῶς
- προφορικόςofadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προφορικώς — προφορικῶς ΜΑ επίρρ. βλ. προφορικός … Dictionary of Greek
προφορικός — ή, ό / προφορικός, ή, ον, ΝΜΑ [προφορά] αυτός που εκφράζεται με προφορά, με εκφώνηση, σε αντιδιαστολή προς τον ενδιάθετο ή τον γραπτό (α. «προφορικές εξετάσεις» β. «καὶ τοῡ ἐνδιαθέτου λόγου καὶ τοῡ προφορικοῡ», Πλούτ. γ. «ἀνθρωπινωτέρως… … Dictionary of Greek
βομβαρδίζω — 1. εκτοξεύω βόμβες από αεροπλάνο ή ρίχνω οβίδες με πυροβόλο 2. σφυροκοπώ κάτι με βόμβες 3. σφυροκοπώ συνεχώς κάποιον προφορικώς ή γραπτώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bombardare + (κατάλ.) ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του… … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
διήγημα — Ένα από τα σπουδαιότερα είδη του αφηγηματικού πεζού λόγου, που αντλεί τα θέματά του είτε από την πραγματικότητα είτε από τον κόσμο της φαντασίας. Τα κύρια χαρακτηριστικά του είναι η περιορισμένη του έκταση σε χώρο και χρόνο. Στην Ελλάδα εισηγητής … Dictionary of Greek
διαπραγματεύομαι — (Α διαπραγματεύομαι) 1. εξετάζω ή διερευνώ κάτι σε όλη του την έκταση, αναπτύσσω εγγράφως ή προφορικώς όλες τις απόψεις για κάποιο θέμα 2. διεξάγω συνεννοήσεις για αγοραπωλησία ή για τη ρύθμιση θέματος αρχ. 1. επιχειρώ να κάνω κάτι 2. κερδίζω από … Dictionary of Greek
ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… … Dictionary of Greek
εντάσσω — (AM ἐντάσσω και ἐντάττω) τοποθετώ κάτι ανάμεσα σε άλλα ή μέσα σε κάποιο σύνολο, εγγράφω, κατατάσσω («εντάσσονται εις το στράτευμα, εις τους εκλογικούς καταλόγους», «Ἡγήμων... ὅv τῇ ἀρχαίᾳ κωμῳδίᾳ τινὲς ἐντάσσουσι») αρχ. μσν. αναφέρω προφορικώς ή… … Dictionary of Greek
κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… … Dictionary of Greek
μαστίγωμα — το 1. η ενέργεια τού μαστιγώνω, η μαστίγωση, χτύπημα με μαστίγιο 2. (γενικά) δάρσιμο, δαρμός 3. μτφ. δριμύς έλεγχος ο οποίος ασκείται εγγράφως ή προφορικώς κυρίως εναντίον πολιτικού αλλά και οποιουδήποτε άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστιγώνω. Η λ.… … Dictionary of Greek